- τσαμπουκαλεύω
- τσαμπουκάλεψα, τσαμπουκαλεύτηκα, τσαμπουκαλεμένος (στη γλώσσα του υποκόσμου)1. φανερώνω, κάνω κάτι γνωστό, το μαρτυρώ: Με τσαμπουκάλεψε ότι εγώ έκανα τον καβγά.2. το μέσ., τσαμπουκαλεύομαι δημιουργώ προηγούμενα με την αστυνομία: Τσαμπουκαλεύτηκε πια και δεν κλέβει τώρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.