τσαμπουκαλεύω

τσαμπουκαλεύω
τσαμπουκάλεψα, τσαμπουκαλεύτηκα, τσαμπουκαλεμένος (στη γλώσσα του υποκόσμου)
1. φανερώνω, κάνω κάτι γνωστό, το μαρτυρώ: Με τσαμπουκάλεψε ότι εγώ έκανα τον καβγά.
2. το μέσ., τσαμπουκαλεύομαι δημιουργώ προηγούμενα με την αστυνομία: Τσαμπουκαλεύτηκε πια και δεν κλέβει τώρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τσαμπουκαλεύω — Ν [τσαμπουκαλής] 1. γίνομαι τσαμπουκαλής 2. μαρτυρώ, φανερώνω κάτι 3. μέσ. τσαμπουκαλεύομαι δημιουργώ προηγούμενα με την αστυνομία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”